- αλλόχρους
- -ουν και -οος, -ον (Α ἀλλόχρους) (Ν σπανιότερα και άλλοχρος, -η, -ο) ο αλλαγμένος κατά το χρώμα, αυτός τού οποίου έχει αλλάξει το χρώμανεοελλ.ο δεκτικός αλλαγής χρώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + -χρους < -χροος < χρως.ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοχροῶ].
Dictionary of Greek. 2013.